- προσσταλτικός
- προσσταλ-τικός, ή, όν,A reducing,
π. τῶν ὄγκων φάρμακα Aët.12.49
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. τῶν ὄγκων φάρμακα Aët.12.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσταλτικός — ή, όν, Α [προσστέλλω] αυτός που προκαλεί συστολή, ο συσταλτικός («προσσταλτικὰ τῶν ὄγκων φάρμακα», Αέτ.) … Dictionary of Greek